Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:

city worker


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο worker παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: city
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
worker n (employee)εργαζόμενος, υπάλληλος ουσ αρσ
  (χειρωνακτική εργασία)εργάτης, εργάτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
 The company values its workers.
 Η εταιρία εκτιμά τους εργαζομένους (or: υπαλλήλους) της.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
worker n (labourer) (χειρωνακτική εργασία)εργάτης, εργάτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
 The workers went on strike for more money.
worker n (bee)εργάτρια ουσ θηλ
 In a beehive it is the workers that collect nectar.
worker n (ant)εργάτης ουσ αρσ
 Workers collect food for the ant colony.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
aid worker n (person who works for charity)εθελοντής ουσ αρσ
 Their government sends a lot of aid workers to foreign countries following natural disasters.
auto worker n (employee of car manufacturer)εργαζόμενος στην αυτοκινητοβιομηχανία περίφρ
 The unions have secured high wages and generous benefits for US autoworkers.
blue-collar worker n (manual laborer)χειρώνακτας ουσ αρσ
  (καθομιλουμένη)εργάτης ουσ αρσ
 Western Pennsylvania has many blue-collar workers such as steel workers and coal miners.
care worker n ([sb] employed in social services)επαγγελματίας παροχής φροντίδας φρ ως ουσ αρσ/θηλ
  εργαζόμενος στην παροχή φροντίδας, εργαζόμενη στην παροχή φροντίδας φρ ως ουσ αρσ, φρ ως ουσ θηλ
 A care worker visits Rita's home every morning to help her get washed and dressed.
case worker n (arranger of social services)κοινωνικός λειτουργός φρ ως ουσ αρσ/θηλ
 The case worker interviewed the family to see what help they needed.
casual worker n (temporary worker)προσωρινός υπάλληλος, προσωρινή υπάλληλος φρ ως ουσ αρσ, φρ ως ουσ θηλ
  προσωρινός εργαζόμενος, προσωρινή εργαζόμενη φρ ως ουσ αρσ, φρ ως ουσ θηλ
clerical worker n (administrative assistant, clerk)υπάλληλος ουσ αρσ/θηλ
co-worker,
also US: coworker
n
(colleague)συνάδελφος ουσ αρσ/θηλ
  (καθομιλουμένη)συναδέλφισσα ουσ θηλ
  συνεργάτης, συνεργάτιδα ουσ αρσ, ουσ θηλ
  (λόγιο)συνεργάτις ουσ θηλ
 Karen and Betsy are not only coworkers, but also friends.
co-worker,
coworker
n
(colleague)συνεργάτης, συνεργάτιδα ουσ αρσ/θηλ
  συνάδελφος ουσ αρσ/θηλ
  (λόγιος)συνεργάτις ουσ θηλ
  (καθομ, ανεπίσημο)συναδέλφισσα, συνεργάτρια, συνεργάτισσα ουσ θηλ
 Sally and a co-worker were discussing a problem at the office water cooler.
construction worker n (builder)οικοδόμος, χτίστης ουσ αρσ
 The construction workers on this site all wear hard hats for protection.
contract worker n (non-regular employee)συμβασιούχος υπάλληλος επίθ + ουσ αρσ/θηλ
contract worker n ([sb] working for a third party)συμβασιούχος υπάλληλος επίθ + ουσ αρσ/θηλ
dockworker,
dock worker
n
(stevedore, shipping worker)λιμενεργάτης ουσ αρσ
 Reginald wanted a better future than being a dockworker in the small coastal town.
factory worker n (manufacturing labourer) (εργοστασίου)εργάτης ουσ αρσ
 The factory workers at the plant went on strike for better wages.
fast worker n ([sb] shrewd)πονηρός επίθ
fast worker n ([sb] who charms opposite sex)γόης, γόησσα ουσ αρσ, ουσ θηλ
fellow worker n ([sb] in same industry or company)συνάδελφος ουσ αρσ/θηλ
  (καθομιλουμένη)συναδέλφισσα ουσ θηλ
foreign worker n ([sb] employed abroad)αλλοδαπός εργαζόμενος, αλλοδαπή εργαζόμενη επίθ + ουσ αρσ, επίθ + ουσ θηλ
  (χειρόνακτας)αλλοδαπός εργάτης, αλλοδαπή εργάτρια επίθ + ουσ αρσ, επίθ +ουσ θηλ
full-time worker n ([sb] employed on a full-time basis)υπάλληλος πλήρους απασχόλησης ουσ αρσ
guest worker n (person working in foreign country)αλλοδαπός εργαζόμενος επίθ + ουσ αρσ
 Mika went to Australia for three months as a guest worker.
hard worker n ([sb] who works diligently)δουλευταράς ουσ αρσ
  εργατικός επίθ
 Julie is a hard worker who does everything that's asked of her.
key worker,
keyworker,
essential worker
n
([sb] providing vital goods or services)απαραίτητος εργαζόμενος, απαραίτητη εργαζόμενη επίθ + ουσ αρσ, επίθ + ουσ θηλ
  (ως σύνολο)απαραίτητο προσωπικό επίθ + ουσ ουδ
  (σε ορισμένες δουλειές)προσωπικό ασφαλείας φρ ως ουσ ουδ
laundry worker n ([sb] who washes clothes for a living)υπάλληλος πλυντηρίου έκφρ
 The laundry workers have ruined all my best bed linen.
leather worker n (tanner: [sb] who tans animal skins)βυρσοδέψης ουσ αρσ
metal worker,
metalworker
n
([sb] who forges or shapes metal)μεταλλουργός ουσ αρσ
 I hired a metalworker to restore the antique iron trellis in my garden.
metalworker,
metal worker
n
([sb] who forges or shapes metal)σιδηρουργός ουσ αρσ/θηλ
  (καθομιλουμένη)σιδεράς ουσ αρσ
 I hired a metalworker to restore the antique iron trellis in my garden.
migrant worker n ([sb] who finds work in a foreign country)οικονομικός μετανάστης ουσ αρσ
 Unscrupulous employers sometimes take advantage of migrant workers.
migrant worker n US ([sb] who moves frequently to do seasonal work)διακινούμενος εργαζόμενος
 Every summer thousands of migrant workers go north to find work harvesting crops.
office worker n (employee in an office)υπάλληλος γραφείου έκφρ
 Office workers in the city were particularly affected by the power cuts.
outreach worker n (worker who serves community)εργαζόμενος εξωτερικού πεδίου φρ ως ουσ αρσ
part-time worker n (employee: not full time)υπάλληλος μερικής απασχόλησης ουσ αρσ
 Many mothers are part-time workers: they can't work full-time because of their children.
 Πολλές μητέρες είναι υπάλληλοι μερικής απασχόλησης: δεν μπορούν να δουλέψουν πλήρες ωράριο λόγω των παιδιών τους.
production worker n (machine operator)εργάτης παραγωγής, εργάτρια παραγωγής φρ ως ουσ αρσ, φρ ως ουσ θηλ
railway worker n UK (railroad employee)σιδηροδρομικός υπάλληλος ουσ αρσ
rescue worker n ([sb] helping victims of a disaster, etc.)εργαζόμενος σε σωστικό συνεργείο περίφρ
research worker n (investigative scientist) (επιστημονικός)ερευνητής ουσ αρσ
road worker n (person employed to do roadworks)εργάτης οδοποιίας, εργάτρια οδοποιίας φρ ως ουσ αρσ, φρ ως ουσ θηλ
sanitation worker n (person that disposes of garbage)υπάλληλος καθαριότητας φρ ως ουσ αρσ/θηλ
  υπάλληλος του τομέα καθαριότητας φρ ως ουσ αρσ/θηλ
sewage worker n ([sb] employed in waste treatment)υπάλληλος σε εγκατάσταση καθαρισμού λυμάτων περίφρ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
shift worker n (atypical work schedule)εργαζόμενος με βάρδιες, εργαζόμενη με βάρδιες φρ ως ουσ αρσ, φρ ως ουσ θηλ
social worker n ([sb] who assists local community)κοινωνικός λειτουργός φρ ως ουσ αρσ/θηλ
 Social workers visit families if there are suspicions that the children are at risk.
 Οι κοινωνικοί λειτουργοί επισκέπτονται τις οικογένειες για τις οποίες υπάρχουν υπόνοιες ότι τα παιδιά ενδέχεται να διατρέχουν κίνδυνο.
welfare worker n ([sb] who does social or community work)κοινωνικός λειτουργός ουσ αρσ
 Some welfare workers visit elderly people who live by themselves.
white-collar worker n (office employee, clerical worker)υπάλληλος γραφείου ουσ αρσ
 The Labor Party seeks to represent both white-collar and blue-collar workers.
worker-owned,
worker owned
adj
(business: owned by employees) (εταιρεία)συνεργατικός επίθ
  που βρίσκεται στην κατοχή των εργαζομένων, που ανήκει στους εργαζόμενους περίφρ
Σχόλιο: The hyphen may be omitted when the adjective follows the noun.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση city worker στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «city worker».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!